- κροτητικός
- κροτ-ητικός, ή, όν,A plausible,
αἴτησις Dosith. p.427
K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἴτησις Dosith. p.427
K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροτητικός — κροτητικός, ή, όν (Α) [κροτώ] αυτός στον οποίο αξίζει επιδοκιμασία ή έπαινος … Dictionary of Greek
κροτητική — κροτητικός plausible fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek